τεχνοκριτικός

τεχνοκριτικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με τον τεχνοκρίτη ή την κριτική έργων τέχνης: Τεχνοκριτικές μελέτες.
2. το θηλ. ως ουσ., τεχνοκριτική η κριτική των καλλιτεχνικών έργων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τεχνοκριτικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και τεχνοκριτικός Ν 1. αυτός που αναφέρεται στον τεχνοκρίτη ή στην κριτική έργων τέχνης 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η τεχνοκριτικός αυτός που ασχολείται με την κριτική τών έργων τέχνης 3. το θηλ. ως ουσ. η τεχνοκριτική… …   Dictionary of Greek

  • Γκόμπριτς, Ερνστ — (Ernst Gombrich, Βιέννη 1909 – Λονδίνο 2001). Βρετανός συγγραφέας και τεχνοκριτικός, αυστριακής καταγωγής. Σπούδασε ιστορία τέχνης και αρχαιολογία στο Τερεσιάνουμ και στο ινστιτούτο ιστορίας της τέχνης του πανεπιστημίου της Βιέννης από το 1928… …   Dictionary of Greek

  • Βακαλό, Ελένη — (Κωνσταντινούπολη 1921 – Αθήνα 2001). Ποιήτρια και τεχνοκριτικός. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Το 1944 παντρεύτηκε τον ζωγράφο Γιώργο Βακαλό. Συνεργάστηκε με την… …   Dictionary of Greek

  • Δούκας, Στρατής — (Μοσχονήσια 1895 – Αθήνα 1983). Λογοτέχνης. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο Κυδωνιών. Στη συνέχεια φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά διέκοψε τις σπουδές του εξαιτίας της κήρυξης του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Μετά το κίνημα της… …   Dictionary of Greek

  • Ζάντραρτ, Γιοαχίμ φον — (Joachim von Sandrart, 1606 – 1688). Γερμανός ζωγράφος και τεχνοκριτικός. Σπούδασε ζωγραφική και χαρακτική στην Ουτρέχτη και στη συνέχεια επισκέφθηκε την Αγγλία όπου φιλοτέχνησε τις προσωπογραφίες του Καρόλου Α’ και του δούκα του Μπάκιγχαμ.… …   Dictionary of Greek

  • Καμπαλέφσκι, Ντμίτρι Μπορίσοβιτς — (Dmitry Borisovich Kabalevsky, Πετρούπολη 1904 – 1987). Ρώσος συνθέτης, παιδαγωγός και τεχνοκριτικός. Σπούδασε στο Ωδείο της Μόσχας, όπου δίδαξε σύνθεση από το 1939 και ανέλαβε στη συνέχεια διάφορα καθήκοντα. Η μουσική του εντάσσεται στη ρωσική… …   Dictionary of Greek

  • Κανβάιλερ, Ντάνιελ Χένρι — (Daniel Henri Kahnweiler, Μανχάιμ 1884 – 1979). Γάλλος έμπορος και τεχνοκριτικός, γερμανικής καταγωγής. Ο Κ. ανέπτυξε στο Παρίσι (όπου είχε εγκατασταθεί από το 1902) έντονη δραστηριότητα κριτικού και εμπόρου έργων τέχνης. Πνεύμα ανοιχτό στα… …   Dictionary of Greek

  • Χάμερτον, Φίλιπ - Τζίλμπερτ — (Hamerton, 1834 – 1894). Άγγλος τεχνοκριτικός, χαλκογράφος και μυθιστοριογράφος. Το 1855 δημοσίευσε συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο Τα νησιά της Λοχ και την εικονογράφησε ιδιόχειρα. Ανάμεσα στο 1856 και 1857 έζησε στη Σκοτία, όπου ασχολήθηκε με τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”